οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσ-ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].