συνοριακός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσ-ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].