ταγηνοκνισοθήρας
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ου, ὁ,
A frying-pan-sniffer, Eup.172.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνοκνῑσοθήρας: -ου, ὁ θηρεύων τὴν κνῖσαν τῶν τηγανιζομένων, ἐπὶ παρασίτου, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 4· ἀμφισβητεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 627 κἑξ., ἀλλ’ ὅρα Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για παράσιτο) αυτός που του αρέσει να μυρίζει, να αναπνέει την τσίκνα τηγανισμένων φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. < τάγηνον «τηγάνι» + κνίσα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»)].