τετράσσαρον

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσσᾰρον Medium diacritics: τετράσσαρον Low diacritics: τετράσσαρον Capitals: ΤΕΤΡΑΣΣΑΡΟΝ
Transliteration A: tetrássaron Transliteration B: tetrassaron Transliteration C: tetrassaron Beta Code: tetra/ssaron

English (LSJ)

τό,

   A coin worth four asses, i.e. the Roman sestertius, Arr.Epict.4.5.17.

German (Pape)

[Seite 1099] τό, vier Asses oder ein Sestertius, Arrian. Epict. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσσᾰρον: τό, νόμισμα τεσσάρων ἀσσαρίων, τὸ Ρωμαϊκὸν sestertius, τέταρτον τοῦ δηναρίου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων ασσαρίων και ισοδυναμούσε με έναν σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀσσάριον «χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα» (< λατ. assarius)].