τετράσσαρον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, coin worth four asses, i.e. the Roman sestertius, Arr.Epict.4.5.17.
German (Pape)
[Seite 1099] τό, vier Asses oder ein Sestertius, Arrian. Epict. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσσᾰρον: τό, νόμισμα τεσσάρων ἀσσαρίων, τὸ Ρωμαϊκὸν sestertius, τέταρτον τοῦ δηναρίου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων ασσαρίων και ισοδυναμούσε με έναν σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀσσάριον «χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα» (< λατ. assarius)].