τοπολογία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μαθημ. α) δομή που ορίζεται πάνω σε ένα σύνολο σημείων, καλούμενο χώρος, με τη βοήθεια μιας οικογένειας υποσυνόλων του και έχει τις ακόλουθες ιδιότητες: i) η ένωση ενός ορισμένου πλήθους στοιχείων της οικογένειας είναι στοιχείο της οικογένειας, ii) η τομή ενός πεπερασμένου αριθμού στοιχείων της οικογένειας είναι στοιχείο της οικογένειας, τα δε στοιχεία της οικογένειας λέγονται ανοιχτά σύνολα του αντίστοιχου χώρου ο οποίος ονομάζεται τοπολογικός χώρος
β) κλάδος τών μαθηματικών που μελετά τις ιδιότητες γεωμετρικών αντικειμένων ή συνόλων σημείων οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες με τους ομοιομορφισμούς
2. (τοπογρ.) η σπουδή τών μορφών του εδάφους και τών νόμων που τίς διέπουν
3. φρ. «αλγεβρική τοπολογία»
μαθημ. τοπολογία η οποία εφαρμόζει αλγεβρικές μεθόδους για τη μελέτη προβλημάτων τα οποία αφορούν τοπολογικούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topology (< τόπος + -λογία)].