τραμ
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν. γερμ. traam «δοκός, χερούλι χειράμαξας, καροτσιού»].