Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροχιόδρομος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ηλεκτροκίνητο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων μεταφοράς επιβατών που κινείται σε σιδηροτροχιές τοποθετημένες στο κατάστρωμα τών δρόμων και τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια από εναέριο καλώδιο, το τραμ
2. φρ. «ιπποκίνητος τροχιόδρομος» — ο πρώτος τροχιόδρομος που έκανε την εμφάνιση του και του οποίου το όχημα συρόταν από άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].