ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
Νφέγγω τρεμουλιαστά, εκπέμπω τρεμουλιαστό φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + λάμπω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].