υπερκαίω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Α
1. (για τον ήλιο) καίω πολύ, εκπέμπω πολύ μεγάλη θερμότητα
2. (για τόπο) έχω πολύ θερμό κλίμα
3. μτφ. φλέγομαι από έντονο πάθος ή από ζωηρό συναίσθημα.