υπευθυνότητα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν υπεύθυνος
1. το να ενεργεί κανείς υπεύθυνα, με αίσθημα ευθύνης, το να έχει επίγνωση τών ευθυνών του («κάνει τη δουλειά του με υπευθυνότητα»)
2. το να έχει κανείς την ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, να έχει τη διοίκηση σε έναν τομέα («έχει την υπευθυνότητα διευθυντή του υπουργείου»).