ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Αβουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ' Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρέμω «ηχώ»].