υπόδειξη

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

η / ὑπόδειξις, -είξεως, ΝΜΑ ὑποδείκνυμι
το να υποδεικνύει κανείς κάτι, να συμβουλεύει ή να προτείνει σε κάποιον να κάνει κάτι (α. «γνώμες ακούω, υποδείξεις δεν δέχομαι» β. «ὑποδείξεως ἕνεκα», Νικόμ.)
νεοελλ.
το να δείχνει ή να υποδηλώνει κανείς κάτι έμμεσα ή σιωπηρά
αρχ.
νόημα, νεύμα που γίνεται σιωπηρά, εμπιστευτικά.