ὑποσκαλεύω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A stir up, τὸ πῦρ Ar.Ach.1014.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκᾰλεύω: σκαλεύω, σκαλίζω κάτωθεν, τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1014.
French (Bailly abrégé)
remuer avec une pelle ; πῦρ, attiser du feu.
Étymologie: ὑπό, σκαλεύω.
Greek Monolingual
Α
σκαλίζω κάτι λίγο ή αποκάτω («τὸ πῡρ ὑποσκάλευε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκαλεύω «ανασκαλεύω, ανακινώ»].