υποπράσινος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
κάπως πράσινος, πρασινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].