φαλαγγιστήριο
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
το, Ν
(κοινων.-οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο-κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία του τελευταίου σταδίου της βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Φουριέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phalanstere < γαλλ. phalan-ge (< φάλαγξ, -αγγος) + γαλλ. mona-stere (< μοναστήριον)].