φέρσιμο
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρ-σιμο)].