φαράγγι

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

το, Ν
στενή και βαθιά κοιλάδα που έχει διανοιχθεί σε ανθεκτικά πετρώματα, με σχεδόν κάθετα βραχώδη τοιχώματα και με σημαντικά μικρότερο βάθος και μήκος από τα κάνυον, τα οποία δεν χαρακτηρίζονται πάντοτε από κατακόρυφες κλιτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, -γγος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον). Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή Φαράγγιον ως τοπωνύμιο].