Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
φωταγωγῶ, -έω, ΝΜΑ φωταγωγός
φωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζω
μσν.-αρχ.
εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.)
αρχ.
(για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός.