χάσιμο
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
το, Ν
1. το αποτέλεσμα του χάνω, απώλεια, χασούρα
2. ζημία
3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα το 'χεις χάσιμο» — δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].