αλκίβιος

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.