ανθρωποδικία

From LSJ
Revision as of 10:34, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
1. θεωρία για την ηθική φύση του ανθρώπου
2. το μέρος της θεολογίας που πραγματεύεται την ανθρώπινη φύση (πρβλ. θεοδικία).