Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(-άω και -έω)
στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + -βολώ < -βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)].