ανοκωχή
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
ἀνοκωχή, η (Α)
1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα
2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή
3. εμπόδιο, κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ. ανακωχή, που απαντά ήδη στην Αρχαία αντί του ανοκωχή, προήλθε με (εξακολουθητική) αφομοίωση του -ο- σε -α-].