αρμυρήθρα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η
κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)].