αρματηλάτης

From LSJ
Revision as of 11:12, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἁρματηλάτης)
αυτός που οδηγεί άρμα ή που κινείται με άρμα
αρχ.
αυτός που πολεμά πάνω στο άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατης < ελαύνω (πρβλ. στρατηλάτης, ταυρηλάτης). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].