αριστοκρατία

From LSJ
Revision as of 11:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀριστοκρατία)
νεοελλ.
1. η τάξη των ευγενών, τα άτομα που αποτελούν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα
2. (κατ' επέκταση) οι πλούσιοι
αρχ.
1. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι άριστοι
2. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι πλούσιοι
3. το ιδεώδες πολίτευμα στο οποίο οι κυβερνήτες εκλέγονται από τους αρίστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + κράτος
πρβλ. δημοκρατία.