Ἀμφιάραος

From LSJ
Revision as of 17:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμφιάραος Medium diacritics: Ἀμφιάραος Low diacritics: Αμφιάραος Capitals: ΑΜΦΙΑΡΑΟΣ
Transliteration A: Amphiáraos Transliteration B: Amphiaraos Transliteration C: Amfiaraos Beta Code: *)amfia/raos

English (LSJ)

ου (also

   A Ἀμφιάρης Pi.N.9.24, -ηος O.6.13), Att. Ἀμφιάρεως (choriamb. in S.OC1313), ω, Amphiaraus, Argive hero and seer, A., etc.; prob. also called Ἄμφις A.Fr.410:—hence Ἀμφιαράϊον, τό, sanctuary of A., esp. at Oropus, and Ἀμφιαράϊα, τά, festival of A. held there, IG7.48, al., cf. Did. ap. Sch.Pi.O.7.153, Str. 9.1.22, etc. Ἀμφιάρειον, τό, cj. in Pi.I.7(6).33; cf. Ἀμφιεραϊστής.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμφιάραος: -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, (χορίαμβος (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος ἥρως καὶ οἰωνόμαντις, Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς εἶναι ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Amphiaraos :
1 devin et roi d’Argos;
2 dieu guérisseur honoré à Oropos, plus tard assimilé à Asclépios.
Étymologie: cf. Ἀμφιασταί.

Greek Monotonic

Ἀμφιάρᾱος: -ου, Αττ. Ἀμφιάρεως, (χορίαμβος στους Τραγ.), ο Αμφιάραος, ο Αργείος μάντης, σε Αισχύλ. κ.λπ.