φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.
see βάλλω.
βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.