παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.
2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.
see ἕπω.
ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.