Πυθοχρήστης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ, (χράω)
A sent by the Pythian oracle, φυγάς A.Ch.940 (lyr., sed leg. -τος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspiré, envoyé par la Pythie.
Étymologie: Πυθώ, χράω.
Greek Monotonic
Πῡθοχρήστης: Δωρ. -τας, ὁ (χράω), αυτός που πέμπεται, δίνεται, στέλνεται από το Πυθικό μαντείο, σε Αισχύλ.