συνευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.