φιλοικοδόμος

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικοδόμος Medium diacritics: φιλοικοδόμος Low diacritics: φιλοικοδόμος Capitals: ΦΙΛΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: philoikodómos Transliteration B: philoikodomos Transliteration C: filoikodomos Beta Code: filoikodo/mos

English (LSJ)

ον,

   A fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.

Greek Monotonic

φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.