ὑψίπυλος

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπῠλος Medium diacritics: ὑψίπυλος Low diacritics: υψίπυλος Capitals: ΥΨΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: hypsípylos Transliteration B: hypsipylos Transliteration C: ypsipylos Beta Code: u(yi/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with high gates, Il.6.416, 16.698, E.HF1030 (lyr.), B.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Ἰλ. Ζ. 416, 698· κλῇθρα ὑψιπύλων δόμων Εὐρ. Ἡρακλ. 1030.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes élevées.
Étymologie: ὕψι, πύλη.

English (Autenrieth)

(πύλη): high-gated.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Greek Monotonic

ὑψίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.