παρδάλεος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
German (Pape)
[Seite 509] vom Panther, zum Panther gehörig, nach den Gramm. ion. S. παρδαλέη.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
βλ. παρδάλειος.
Greek Monotonic
παρδάλεος: -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη λεοπάρδαλη.