πεντώρυγος

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώρῠγος Medium diacritics: πεντώρυγος Low diacritics: πεντώρυγος Capitals: ΠΕΝΤΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: pentṓrygos Transliteration B: pentōrygos Transliteration C: pentorygos Beta Code: pentw/rugos

English (LSJ)

ον,

   A = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].

Greek Monotonic

πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.