φύξιον
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
τό,
A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. φύξιος.