συγγνωστέον

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωστέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγγιγνώσκω, δεῖ συγγιγνώσκειν, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 236Α.

Greek Monotonic

συγγνωστέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του συγγιγνώσκω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγχωρέσει, να του δείξει επιείκεια, τινί, σε Πλάτ.