συγγνωστέον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωστέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγγιγνώσκω, δεῖ συγγιγνώσκειν, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 236Α.
Greek Monotonic
συγγνωστέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του συγγιγνώσκω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγχωρέσει, να του δείξει επιείκεια, τινί, σε Πλάτ.