ἀρκεόντως
From LSJ
English (LSJ)
Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)
A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
c. ἀρκούντως.
Greek Monolingual
βλ. αρκούντως.
Greek Monotonic
ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.