τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
[Seite 522] dor. = δημόσιος, Xen. Hell. 4, 5, 8.
dor. c. δημόσιος.
-α, -ον
βλ. δημόσιος.
δᾱμόσιος: δᾶμος, δαμόομαι, Δωρ. αντί δημ-.