δυωδεκάβοιος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A worth twelve oxen, Il.23.703.
German (Pape)
[Seite 693] zwölf Rinder werth, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 29 Δυωδεκάβοιον· δυόδεκα βοῶν ἄξιον; Homer einmal, Iliad. 23, 708. Vgl. τεσσαράβοιος, ἐννεάβοιος, ἐεικοσάβοιος, ἑκατόμβοιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vaut douze bœufs.
Étymologie: δυώδεκα, βοῦς.
English (Autenrieth)
worth twelve oxen, Il. 23.703†.
Greek Monolingual
δυωδεκάβοιος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια.
Greek Monotonic
δυωδεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.