δυσεξαρίθμητος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰρίθμητος Medium diacritics: δυσεξαρίθμητος Low diacritics: δυσεξαρίθμητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexaríthmētos Transliteration B: dysexarithmētos Transliteration C: dyseksarithmitos Beta Code: dusecari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.

Greek Monolingual

δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.

Greek Monotonic

δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.