ἐκκοβαλικεύομαι Search Google

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

   A cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.

German (Pape)

[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.

French (Bailly abrégé)

mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.

Spanish (DGE)

(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.

Greek Monolingual

ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.