εὐγενέτης
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, Dor. -έτας, ὁ, = sq., used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim.Pers.219, AP12.195 (Strat.):—fem. εὐγεν-έτειρα, ib.9.788, IG14.192 (Syracuse); alsoεὐγεν-έτις, prob. in IG 5(1).259 (Sparta).
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, = εὐγενής, Eur. Phoen. 1510 u. öfter; auch adj., Ion 1060 u. sp. D., wie παῖδες Strat. 37 (XII, 195); vgl. Leon. Al. 27 (IX, 344).
Greek (Liddell-Scott)
εὐγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Εὐρ. Ἴων 1060, Ἀνδρ. 771, Φοίν. 1510, κτλ.· θηλ. εὐγενέτειρα, Ἀνθ. Π. 9. 788.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de noble naissance.
Étymologie: εὖ, γένος.
Greek Monolingual
εὐγενέτης και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. εὐγενέτειρα και εὐγενέτις (Α)
ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενέτης (πρβλ. αει-γενέτης)].
Greek Monotonic
εὐγενέτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. εὐγενέτειρα, σε Ανθ.