θεραπηΐη
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπηΐη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ θεραπεία, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θεραπεία.
Greek Monotonic
θερᾰπηΐη: ἡ, Ιων. αντί θεραπεία.