κοσμητήρ

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήρ Medium diacritics: κοσμητήρ Low diacritics: κοσμητήρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: kosmētḗr Transliteration B: kosmētēr Transliteration C: kosmitir Beta Code: kosmhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185.    II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monolingual

κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.

Greek Monotonic

κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.