Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Full diacritics: Ὀδύσσειος | Medium diacritics: Ὀδύσσειος | Low diacritics: Οδύσσειος | Capitals: ΟΔΥΣΣΕΙΟΣ |
Transliteration A: Odýsseios | Transliteration B: Odysseios | Transliteration C: Odysseios | Beta Code: *)odu/sseios |
A v. Ὀδυσσεύς.
ος, ον :
d’Ulysse.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Ὀδύσσειος: Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.