ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
3ᵉ sg. ao. itér. de ὁμοκλέω.
ὁμοκλήσασκε: Επικ. γʹ ενικ. του ὁμοκλάω.