παμμάχος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.
Greek Monotonic
παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.