παρακελευσμός
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ὁ,
A = παρακέλευσις 1, Th. 4.11, Lys.2.38, X.Cyr.3.3.59, etc.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευσμός: ὁ, = παρακέλευσις, Θουκ. 4. 11, Λυσ. 194. 15, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 59, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: παρακελεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρακελεύομαι
παρακέλευσις, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση.
Greek Monotonic
παρακελευσμός: ὁ = παρακέλευσις, σε Θουκ., Ξεν.